- προσκλείω
- προσκλείω,=A accludo, Gloss.; in [dialect] Dor. form [full] ποτικλάιγω ( [suff] προσκεφᾰλ-κλᾴγω or [suff] προσκεφᾰλ-κλᾱΐγω), adjoin, Tab.Heracl.2.69,107.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκλείω — Α κλείω, περιορίζω … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek